Έκθεση για την αξιολόγηση του ισχύοντος νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομίσθιου – 2023
Τα τελευταία τρία χρόνια έχουν γίνει τρείς αυξήσεις στον Κατώτατο Μισθό (ΚΜ) στην Ελλάδα: Η πρώτη κατά 10,91% (27,21% για τους νέους έως 25 ετών) από 1/2/2019, η δεύτερη από 1/1/2022 κατά 2,0% και η τρίτη από 1/5/2022 κατά 7,5%. Οι αυξήσεις αυτές έγιναν με τις ακόλουθες Υπουργικές Αποφάσεις:
Με την Απόφαση Αριθμ. οικ. 4241/127/30 Ιανουαρίου 2019 του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (YEKAKKA), που εκδόθηκε με βάση το Άρθρο 103 του ν. 4172/2013, καθορίστηκε ο κατώτατος μισθός των Υπαλλήλων στα € 650 μηνιαίως (από € 586,08) και κατώτατο ημερομίσθιο των εργατοτεχνιτών στα € 29,04 (από € 26,18). Οι ανωτέρω μισθοί είναι για 14 πληρωμές ετησίως. Επομένως, σε 12μηνη βάση ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε το 2019 στα € 758,33 (από € 683,76).
Για τους νέους κάτω των 25 ετών η αύξηση του κατώτατου μισθού ήταν στα € 650 (από € 510,95) και σε 12μηνη βάση στα € 758,33 (από € 596,11). Η απόφαση αυτή, που εφαρμόστηκε από την 1η Φεβρουαρίου 2019, συνιστούσε αύξηση του μηνιαίου κατώτατου μισθού κατά € 63,92 (ή κατά 10,91%), ενώ για τους νέους έως 25 ετών η αύξηση ανερχόταν σε € 139,05 (ή κατά 27,21%).
Με την Απόφαση Αριθμ. ΥΑ 107675/27.12.2021 του ΥEKAKA (Άρθρο 103 του ν. 4172/2013), καθορίστηκε ο κατώτατος μισθός των Υπαλλήλων στα € 663 μηνιαίως (από € 650) και κατώτατο ημερομίσθιο των εργατοτεχνιτών στα € 29,62 (από € 29,04). Οι ανωτέρω μισθοί είναι για 14 πληρωμές ετησίως. Επομένως, σε 12μηνη βάση ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε από 1.1.2022 στα 773,5 (από € 758,33). Η απόφαση αυτή εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2022 και αυξάνει τον μηνιαίο κατώτατο μισθό κατά € 15,17, ή κατά 2.0%.
Με την Υ.Α. 38866/2022Η/21.4.2022 του ΥEKAKA (Άρθρο 103 του ν. 4172/2013), καθορίστηκε ο κατώτατος μισθός των Υπαλλήλων στα € 713 μηνιαίως (από € 663 μηνιαίως) και κατώτατο ημερομίσθιο των εργατοτεχνιτών στα € 31,85 (από € 29,62). Οι ανωτέρω μισθοί είναι για 14 πληρωμές ετησίως. Επομένως, σε 12μηνη βάση ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε από 1.5.2022 στα € 831,83 (από € 773,5).
Η απόφαση αυτή εφαρμόζεται από την 1η Μαΐου 2022 και αυξάνει τον μηνιαίο κατώτατο μισθό κατά € 50, ή κατά 7,54%.
Από τα ανωτέρω προκύπτει αύξηση του κατώτατου μισθού κατά μέσο όρο το 2022 στα € 812,39 (έναντι € 758,3 το 2021), ή κατά 7,13% σε ετήσια βάση. Για το 2023 σχεδιάζεται τώρα νέα αύξηση του κατώτατου μισθού, με δεδομένο και το σημαντικό carry over από την αύξησή του κατά 7,54% από 1ης Μαΐου 2022. Αυτό σημαίνει ότι αν η νέα αύξηση ανέλθει σε 5,5%, όπως προτείνει το ΙΝΣΕΤΕ με βάση τις αναλύσεις που ακολουθούν, τότε ο ΚΜ θα διαμορφωθεί στα € 752,22 σε 14μηνη βάση και στα € 877,58 σε 12μηνο βάση από την 1η Απριλίου 2023. Επομένως, ο μέσος ΚΜ το 2023 θα διαμορφωθεί στα € 866,1 σε 12μήνη βάση και θα είναι αυξημένος κατά 6,62% έναντι του μέσου ΚΜ του 2022.
Με βάση τα ανωτέρω, στο Διάγραμμα 1., παρουσιάζεται η εξέλιξη του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα στην περίοδο 1998-2023.
Οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό το 2019 ήταν υψηλότερες από τις αυξήσεις που προέκυπταν από τις προτάσεις της πλειονότητας των επιστημονικών οργανισμών και των συνδικαλιστικών φορέων), με βάση τις εξελίξεις στην οικονομία και τους βασικούς παράγοντες που θα πρέπει να τον προσδιορίζουν.
Ωστόσο, η Ελληνική οικονομία βρισκόταν το 2019 σε περίοδο δυναμικής ανάπτυξης (που δεν απεικονίζεται από τα επίσημα στοιχεία για αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,67% το 2018 και κατά 1,88% το 2019 – όπως έχει αναλυθεί σε προηγούμενες Εκθέσεις του ΙΝΣΕΤΕ). Έτσι, οι αυξήσεις του ΚΜ το 2019 απορροφήθηκαν χωρίς εμφανείς σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στη διεθνή ανταγωνιστικότητα της Χώρας.
Στη συνέχεια, με δεδομένες αυτές τις αυξήσεις του 2019, από τις αρχές του 2020, η Ελληνική οικονομία επιβαρύνθηκε δυσανάλογα από τις εξαιρετικά αρνητικές υγειονομικές και οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας του Covid-19 (που οδήγησε τελικά στην μείωση του ΑΕΠ το 2020 κατά -9,0%) και η Κυβέρνηση αποφάσισε να μην εξετάσει το ενδεχόμενο μεταβολής του Κατώτατου Μισθού (ΚΜ) το έτος αυτό. Ωστόσο, στις αρχές του 2021, η Κυβέρνηση επανεκκίνησε τη διαδικασία αναπροσδιορισμού του Κατώτατου Μισθού (με βάση το ν. 4172/2013), παρά την εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ για την μεγάλη μείωση του ΑΕΠ κατά -9,0% το 2020. Η απόφαση αυτή της Κυβέρνησης στηρίχθηκε στην εμφάνιση ικανοποιητικών προοπτικών τόσο όσον αφορά την πτωτική εξέλιξη της πανδημίας του Covid-19, όσο και για την ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας το 2021 και στα επόμενα έτη.
Το ΙΝΣΕΤΕ, από την πλευρά του, κατέθεσε την ανάλυσή του για τις προοπτικές εξέλιξης του ΚΜ το 2021 με βάση τα δεδομένα που ίσχυαν τον Φεβρουάριο 2021, εκτιμώντας φυσιολογικά ότι δεν ήταν δυνατή η αύξηση του ΚΜ εντός του 2021, μετά την προαναφερθείσα μεγάλη ύφεση που επιβάρυνε την Ελληνική οικονομία το 2020 και συνέχισε να την επιβαρύνει και στο 1ο 3μηνο 2022 (μείωση του ΑΕΠ κατά -1,16%). Ο περιορισμός της ύφεσης και της οικονομικής δυσπραγίας των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων το 2020 και στο 1ο 6μηνο 2021, απαίτησε την εφαρμογή από την Κυβέρνηση μεγάλου μεγέθους Δημοσιονομικών Πακέτων με διάθεση πολύ σημαντικών κονδυλίων για αποτροπή μιας μεγάλης μείωσης της απασχόλησης και μια νέας αύξησης της ανεργίας. Η επιδίωξη αυτή επιτεύχθηκε, αλλά με πολύ σημαντικό δημοσιονομικό κόστος. Μεταξύ άλλων, διατυπώθηκε και η άποψη ότι η διάθεση σημαντικότατων πόρων από τον κρατικό προϋπολογισμό για να διατηρηθεί η απασχόληση, από τη μια πλευρά, και η αύξηση του κατώτατου μισθού με κυβερνητική απόφαση, από την άλλη, συνιστούσε μια εν δυνάμει αντιφατική οικονομική πολιτική.
Η Κυβέρνηση από την πλευρά της, εκτιμώντας την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας στο 9μηνο Απριλίου-Δεκεμβρίου 2022 και τις ευνοϊκές προοπτικές για την ανάπτυξή της το 2022, αποφάσισε αρχικά την αύξηση του ΚΜ κατά 2,0% από τις αρχές του 2022, όπως προαναφέρθηκε.
Στις αρχές του 2022, η Κυβέρνηση έθεσε και πάλι σε κίνηση την ετήσια διαδικασία για την περαιτέρω αναπροσαρμογή του ΚΜ το 2022, με δεδομένη την καλύτερη από τις εκτιμήσεις ανάκαμψη της οικονομίας το 2021 (+8,43%) και με θετικές προοπτικές για συνέχιση της αναπτυξιακής της πορείας το 2022 – με αρχικές εκτιμήσεις για αύξηση του ΑΕΠ κατά 3,6%- και το 2023.
Επιπλέον, εκτός από την ανάπτυξη της οικονομίας, υπήρχαν δύο πρόσθετα δεδομένα που καθιστούσαν την προώθηση της διαδικασίας προσδιορισμού μιας νέας αύξησης του κατώτατου μισθού (ΚΜ) πραγματικά επίκαιρη.
Πρώτον, υπήρχαν οι εκτιμήσεις για μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού με βάση το Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ), που είχε ήδη ανέλθει στο 5,1% τον Δεκέμβριο 2021, και οι προβλέψεις για το μέσο πληθωρισμό του 2022 διαμορφώνονταν τον Φεβρουάριο 2022 στο 3,9% το 2022 από το ΙΝΣΕΤΕ ή στο 3,2% με βάση την πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Νοέμβριο 2021, από μέσο πληθωρισμό 1,22% το 2021.
Δεύτερον, αντίθετα με το 2020, το 2021 φαίνεται ότι σημειώθηκε σημαντική βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας με βάση την Πραγματική Σταθμισμένη Συναλλαγματική Ισοτιμία (REER – Real effective exchange rate) του Ευρώ για την Ελλάδα, προσαρμοσμένη με το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (ULC – Unit Labour Cost) ανάμεσα στην Ελλάδα και 37 ανταγωνίστριες χώρες που συμπεριλαμβάνονται στο «καλάθι» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (REERULC – ULCbased real effective exchange rate ). To REERULC υποτιμήθηκε κατά -2,41% το 2022, μετά την ανατίμησή του κατά 4,57% το 2020, παρά το ότι το μισθολογικό κόστος ανά ώρα εργασίας φαίνεται ότι αυξήθηκε και πάλι το 2021 κατά 0,8%, μετά την αύξησή του κατά 3,7% το 2020.
Έτσι, στην Έκθεση του ΙΝΣΕΤΕ για τον κατώτατο μισθό το 2022, με βάση την εξέλιξη των ανωτέρω και άλλων παραγόντων που προσδιορίζουν τον κατώτατο μισθό, το 2020 και το 2021 και οι προοπτικές εξέλιξής τους το 2022, προσδιοριζόταν μια επιπλέον αυξητική προσαρμογή του ΚΜ – με ισχύ της από τον Μάιο ή του Ιούνιο 2022, η οποία δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει το 4,0% – συνολικά 6,0% εντός του 2022 – με δεδομένη και την αύξησή του κατά 2,0% από 1ης Ιανουαρίου 2022.
Για τις ανωτέρω εκτιμήσεις (που διατυπώθηκαν την 11η Φεβρουαρίου 2022) είχαν ληφθεί υπόψη οι εκτιμήσεις του ΙΝΣΕΤΕ – πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία – για αύξηση του ΑΕΠ το 2022 κατά 5,7% (ονομαστικό ΑΕΠ: 7,5%) και για μέσο πληθωρισμό με βάση το ΔΤΚ στο 3,9%.
Η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ το 2022 εκτιμάται τώρα από το ΙΝΣΕΤΕ στο 4,9%, με την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ να διαμορφώνεται στο 12,6%, υψηλότερα από τις εκτιμήσεις τον Απρίλιο 2022. Επίσης, ο μέσος πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 9,7% το 2022 και εκτιμάται τώρα από το ΙΝΣΕΤΕ στο 2,9% το 2023 (1ο 3μηνο 2023: 5,7%).
Οι εξελίξεις αυτές δικαιολογούν την έναρξη και πάλι της διαδικασίας για περαιτέρω αύξηση του ΚΜ από τον Απρίλιο 2023, στα πλαίσια της οποίας συντάσσεται και η παρούσα νέα Έκθεση του ΙΝΣΕΤΕ για τον ΚΜ του 2023.
Κατώτατος μισθός και ονομαστικό ΑΕΠ
Το ονομαστικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,11% το 2019, αλλά μειώθηκε σημαντικά κατά 9,79% το 2020, για να αυξηθεί επίσης σημαντικά κατά 9,84% το 2021 και κατά 12,6% το 2022 (εκτίμηση ΙΝΣΕΤΕ).
Συνολικά, το 2021 το ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές – δηλαδή το ονομαστικό ΑΕΠ) ήταν αυξημένο κατά 1,18% έναντι του 2018, ενώ το 2022, όπου σε τρέχουσες τιμές εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 12,6% έναντι του 2021 (ΑΕΠ σε σταθερές τιμές 2015 το 2022: +4,9%, αποπληθωριστής ΑΕΠ: +7,7%), το ονομαστικό ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα είναι αυξημένο κατά 13,94% έναντι του 2018.
Η μεγάλη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 10,91% το 2019 και η νέα αύξησή του κατά 2,0% από 1ης Ιανουαρίου 2022 και κατά 7,54% από 1ης Μαΐου 2022, συνεπάγονται αύξησή του το 2022 κατά 18,81% έναντι του 2018, που είναι τώρα σημαντικά υψηλότερη από την αντίστοιχη αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ στην ίδια περίοδο (13,94%). Οι εξελίξεις αυτές συνέβαλαν στη υπέρβαση της αύξησης του ΚΜ από την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ μετά το 2018, όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 2.
Με βάση το 2000=1, το 2018 το ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές είχε ανέλθει στο 1,27 και ο κατώτατος μισθός στο 1,30. Μετά την προαναφερθείσα σημαντική αύξηση του ΚΜ κατά 10,91% το 2019 και την περαιτέρω αύξησή του κατά 2,0% από 1.1.2022 και κατά 7,54% από 1.5.2022, ο κατώτατος μισθός ανήλθε στο 1,54 το 2022 – δηλαδή, ήταν αυξημένος το 2022 κατά 54,0% έναντι του 2000 – ενώ το ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές ανέκαμψε στο 1,47 το 2022, αυξημένο κατά 47% έναντι του 2000.
Τέλος, το 2023 εκτιμάται από το ΙΝΣΕΤΕ αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ κατά 6,0% (ΑΕΠ σε σταθερές τιμές: 3,0%, αποπληθωριστής ΑΕΠ: 3,0%). Επομένως, η διατήρηση του μεριδίου των εργαζομένων στην κατανομή του ΑΕΠ της χώρας στα επίπεδα του 2022, δείχνει αύξηση του ΚΜ κατά 6,0% από τον Απρίλιο του 2022.
Γενικά, οι ανωτέρω εξελίξεις δείχνουν πράγματι ότι μια επιπλέον λογική αύξηση του κατώτατου μισθού εντός του 2023 δεν θα σηματοδοτούσε σημαντική απόκλιση της εξέλιξής του από την εξέλιξη του ονομαστικού ΑΕΠ στην περίοδο 2022/2018. Ωστόσο, το πόσο ακριβώς θα πρέπει να είναι αυτή η αύξηση θα πρέπει να προσδιοριστεί και από τις εξελίξεις στα ακόλουθα μεγέθη:
(i) Στη διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας με βάση το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (REERULC), με βασική επιδίωξη τη συνέχιση της πορείας βελτίωσής της, και
(ii) Στον πληθωρισμό με βάση το ΔΤΚ, με βασική επιδίωξη την αποτροπή κάθε μορφής ανατροφοδότησης του πληθωρισμού από την αύξηση του ULC.
Κατώτατος μισθός και εξέλιξη των μισθολογικού κόστους.
Όπως φαίνεται στον Πίνακα 1., η μεγάλη μείωση του κατώτατου μισθού το 2012 είχε σημαντική επίπτωση στη διαμόρφωση του μισθολογικού κόστους στην Ελλάδα – δηλ. το σύνολο των ακαθάριστων αμοιβών προς τις πραγματοποιηθείσες ώρες εργασίας – το 2012 και το 2013, με το σχετικό δείκτη μισθολογικού κόστους να σημειώνει σημαντική μείωση κατά -8,3% και κατά -10,1% αντίστοιχα, μετά την μείωση του κατά 4,8% το 2011.
Η μείωση αυτή ήταν αποτέλεσμα αφενός της μεγάλης μείωσης των αμοιβών ανά απασχολούμενο και της μεγάλης μείωσης των ακαθάριστων μισθολογικών αμοιβών λόγω της μεγάλης μείωσης της απασχόλησης στην 3ετία 2011-2013, και, αφετέρου, της πολύ μικρότερης μείωσης των συνολικών ωρών εργασίας στην οικονομία, λόγω προφανώς περιορισμού των χαμένων ωρών εργασίας ανα απασχολούμενο.
Όσον αφορά το 2020, η ΕΛΣΤΑΤ εκτιμά ότι υπήρξε σημαντική αύξηση του ΔΜΚ κατά 3,7% (4ο 3μηνο 2020: 4,6%), πράγμα που κατά κύριο λόγο σημαίνει ότι οι ακαθάριστες αμοιβές των εργαζομένων δεν μειώθηκαν σημαντικά διότι η απασχόληση στην οικονομία μειώθηκε μόνο κατά -0,9%, αλλά οι ώρες εργασίας μειώθηκαν κατά -12,6%4.
Έτσι, το σύνολο των ακαθάριστων αποδοχών δεν μειώθηκε σημαντικά, διότι η απασχόληση μειώθηκε ελάχιστα, ενώ μειώθηκαν οι ώρες εργασίας. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι το 2020 και σε μεγάλο βαθμό και το 2021 ένα μεγάλο μέρος του αυξημένου κόστους εργασίας καλύφθηκε από τα Δημοσιονομικά Πακέτα του 2020 και του 2021.
Όσον αφορά το 2021, η ΕΛΣΤΑΤ εκτιμά μεγάλη αύξηση του ΔΜΚ κατά 6,5% στο 1ο 3μηνο 2021 και κατά 2,1% στο 2ο 3μηνο 2021. Η εξέλιξη αυτή είναι «ιδιόμορφη» διότι αντίθετα με ότι συνέβαινε το 2020, στο 1ο 3μηνο 2021 η ΕΛΣΤΑΤ, με την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού (ΕΕΔ) μέτρησε την απασχόληση μειωμένη κατά -5,9% σε ετήσια βάση και, κατά συνέπεια, μείωση του ακαθαρίστου εισοδήματος εξηρτημένης εργασίας κατά -4,4% σε ετήσια βάση.
Με αυτά τα δεδομένα, η μείωση των ωρών εργασίας στο 1ο 3μηνο 2021 θα πρέπει να ήταν πολύ μεγαλύτερη για να αυξηθεί ο ΔΜΚ – σύνολο ακαθάριστων αμοιβών / πραγματοποιηθείσες ώρες εργασίας – κατά 6,5%. Στο 2ο 3μηνο 2021 η ΕΛΣΤΑΤ εκτιμά ότι η απασχόληση αυξήθηκε μόνο κατά 1,9% σε ετήσια βάση και τα εισοδήματα από εξαρτημένη εργασία αυξήθηκαν μόνο κατά 2,2%, παρά το ότι το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 14,34%. Με αυτά τα δεδομένα εκτιμά επίσης ότι ο ΔΜΚ αυξήθηκε και πάλι κατά 2,1%. Επομένως, οι ώρες εργασίας αυξήθηκαν λιγότερο από την αύξηση των ακαθάριστων αποδοχών κατά 2,2%. Στο 3ο 3μηνο 2021 η ΕΛΣΤΑΤ εκτιμά ότι η απασχόληση αυξήθηκε σημαντικά κατά 4,9% σε ετήσια βάση και τα εισοδήματα από εξαρτημένη εργασία αυξήθηκαν κατά 3,7% και το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 12,43%. Με αυτά τα δεδομένα, εκτιμά ότι ο ΔΜΚ μειώθηκε σημαντικά κατά -3,2%. Επομένως, οι ώρες εργασίας αυξήθηκαν πολύ περισσότερο από την αύξηση των ακαθάριστων
αποδοχών κατά 3,7%.
Προφανώς, σε αυτό συνέβαλε και σταθερότητα του ΚΜ το 2022. Ανάλογες ήταν οι εξελίξεις και στο 4ο 3μηνο 2021 και στο 1ο 3μηνο 2022, όπου ο ΔΜΚ μειώθηκε κατά – 1,3% και -1.8% αντίστοιχα. Τέλος, η αύξηση του ΚΜ κατά 2,0% από 1.1.2022 και κατά 7,54% από 1.5.2022, είχε ενδεχομένως επίπτωση στην αύξηση του ΔΜΚ κατά 0,7% στο 2ο 3μηνο 2022 και κατά 11,6% στο 3ο 3μηνο 2022, παρά την σημαντική αύξηση του ΑΕΠ κατά 7,54% στο 2ο 3μηνο 2022 και κατά 2,15% στο 3ο 3μηνο 2022.
Συνολικά, η αύξηση του ΚΜ το 2019 και το 2022 είχε επίπτωση στην αύξηση του κόστους εργασίας ανά ώρα εργασίας – δηλ. του Δείκτη Μισθολογικού Κόστους – ενώ η σταθερότητα του ΚΜ το 2021 συνέβαλε στην σημαντική μείωση του ΔΜΚ στο 2ο 6μηνο του 2021 και στο 1ο 3μηνο 2022 – σε συνδυασμό με την σημαντική ανάκαμψη της οικονομίας.
Μπορείτε να δείτε αναλυτικότερα την έκθεση εδώ: insete.gr