Ο Κωνσταντίνος Κωβαίος, Εxecutive Chef των ξενοδοχείων London και Athens Coast της Γλυφάδας, καθώς και Αντιπρόεδρος της Λέσχης Αρχιμαγείρων Αττικής “Acropolis” και ιδρυτής των Hospitality Ambassadeurs, μας μιλά για την γαστρονομία και μοιράζεται τις απόψεις του.

1. Κάθε σεφ έχει ως πρότυπο μία ξένη κουζίνα. Γαλλική, Ιταλική, Ιαπωνική. Παρόλο που είστε γνώστης αρκετών από αυτές, επιμένετε ελληνικά.

Κάθε μάγειρας οφείλει μέσω των επαγγελματικών του σπουδών, να πάρει σωστές βάσεις. Η μαθητεία δίπλα σε καταξιωμένους Έλληνες ή ξένους σεφ, η μετέπειτα επαγγελματική εξέλιξη και οι γευστικές αναμνήσεις από το οικογενειακό περιβάλλον, μπορούν να επηρεάσουν σε σημαντικό βαθμό τον μαγειρικό χαρακτήρα. Η ελληνική κουζίνα για εμένα είναι συνώνυμη με τις εξαιρετικές πρώτες ύλες, τη γη και τη θάλασσα. Ως παιδί, απολάμβανα τις καλοκαιρινές διακοπές στην Ηρακλειά. Από την περίοδο εκείνη, έχω έντονη την εικόνα του παππού μου να ψήνει την ψαριά της ημέρας για να φάει όλη η οικογένεια. Επιμένω ελληνικά, γιατί κάθε μέρα ανακαλύπτω ένα νέο προϊόν το οποίο μου δίνει το κίνητρο να δημιουργήσω νέες συνταγές.

2. Ποιό είναι το ύφος του νέου σας μενού και πως ορίζετε τις γαστρονομικές τάσεις που διαμορφώνονται την περίοδο αυτή;

Το μενού μας, όπως συνηθίζω τα τελευταία χρόνια, διαθέτει μεσογειακό χαρακτήρα, με τα Ελληνικά προϊόντα να πρωταγωνιστούν, προσφέροντας μια comfort κατεύθυνση με έμφαση στη γεύση και στην εποχικότητα. Αναφορικά με τις τάσεις, θεωρώ ότι η ελληνική κουζίνα, εκ φύσεως, εμπεριέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία (φρεσκάδα, νοστιμιά, ποικιλία) ώστε να καλύπτει ένα μεγάλο target group κοινού, όπως για παράδειγμα vegan ή χορτοφαγική διατροφή. Θεωρώ ότι οι σεφ “δημιουργούν” τάσεις, αφουγκραζόμενοι τις προτιμήσεις των επισκεπτών, αλλά πάντα υπό το δικό τους πρίσμα, προσφέροντας μοναδικές γαστρονομικές εμπειρίες.

3. Η πανδημία έδωσε γερά χτυπήματα στον κλάδο της φιλοξενίας και της εστίασης. Ένα από αυτά ήταν και η δυσκολία εύρεσης προσωπικού. Θεωρείτε ότι αυτή η τάση θα συνεχιστεί και τα επόμενα έτη;

Η κρίση της πανδημίας ως φαινόμενο ήταν κάτι πραγματικά πρωτόγνωρο και ακραίο, επηρεάζοντας αρνητικά κάθε άνθρωπο. Οι περισσότεροι κλάδοι με έμφαση σε αυτόν της φιλοξενίας, αλλά και της εστίασης, σήκωσαν αρκετά βάρη, με αποτέλεσμα πολλοί επαγγελματίες του κλάδου να αναζητήσουν άλλη επαγγελματική κατεύθυνση. Λάθη έγιναν πολλά, αλλά δεν είμαι αυτός που θα ρίξει την πέτρα του αναθέματος, ούτε στην πλευρά των εργοδοτών, αλλά ούτε και στην πλευρά των εργαζόμενων. Θεωρώ ότι όλοι μας (και όχι επιλεκτικά λίγοι) οφείλουμε να γίνουμε μέρος των αλλαγών και να προχωρήσουμε.

4. Πρακτική σε ένα εστιατόριο (υψηλής γαστρονομίας) ή σε ένα ξενοδοχείο (πολυτελείας); Τι θα συμβουλεύατε;

Η πρακτική άσκηση είναι μια πολύ σημαντική εμπειρία για έναν μάγειρα, καθώς μια τραυματική εμπειρία μπορεί να τον θέσει εκτός χώρου. Νομίζω ότι στην αρχή μιας καριέρας θα γίνουν (και πρέπει να γίνουν) λάθη, ώστε μέσα από αυτά να έρθει η γνώση και η εμπειρία. Σε ένα εστιατόριο μπορεί να είναι πιο άμεση η πρόσβαση στη γνώση, αλλά είναι και πιο δύσκολο να σε εμπιστευτούν. Από την άλλη σε ένα μεγάλο ξενοδοχείο μπορεί να “χαθείς”, αλλά από την άλλη έχεις πρόσβαση σε πολλά πόστα και πιο ολοκληρωμένη εικόνα της δουλειάς.

Άρθρο από το τεύχος “Καλοκαιρι 2022” του
CABARE – Cafe Bar Restaurant Magazine,
Περιοδικό για τον επαγγελματία της Καφεστίασης.
Πατήστε εδώ για να το διαβάσετε δωρεάν:
cabare.gr/food-drink-trends/cabare-magazine-summer-2022